κροκοδείλιος

κροκοδείλιος
ος, ο[ν] крокодиловый;

§ κροκοδείλιοςια δάκρυα — крокодиловы слёзы


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "κροκοδείλιος" в других словарях:

  • κροκοδείλιος — και κροκοδίλιος, α, ο 1. αυτός που έχει σχέση με τον κροκόδειλο 2. φρ. «κροκοδείλια δάκρυα» ψεύτικα δάκρυα, υποκριτική λύπη ή θλίψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κροκόδειλος. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • κροκοδείλιος — α, ο αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κροκόδειλο: Αυτά είναι κροκοδείλια δάκρυα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κροκόδειλος — και κροκόδιλος και κορκόδειλος (AM κροκόδειλος και κορκόδειλος, Α και κροκόδιλος και κορκόδριλλος και κορκότιλος και κροκύδιλος) σαρκοφάγο και μεγάλων διαστάσεων ερπετό τής τάξης κροκοδείλια αρχ. διάφορα είδη σαύρας. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κροκό διλος πιθ …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»